επιγλωσσίς

επιγλωσσίς
η
βλ. επιγλωττίς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπιγλωσσίς — valve which covers the larynx fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγλωττίς — ἐπιγλωσσίς , ἐπιγλωσσίς valve which covers the larynx fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγλωσσίδα — ἐπιγλωσσίς valve which covers the larynx fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγλωσσίδος — ἐπιγλωσσίς valve which covers the larynx fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • epiglosis — (Del lat. epiglosis < gr. epi, sobre + glossa, lengua.) ► sustantivo femenino ZOOLOGÍA Parte de la boca de los insectos himenópteros. IRREG. plural epiglosis * * * epiglosis (del lat. «epiglossis», del gr. «epiglōssis») 1 f. Zool. Parte de la… …   Enciclopedia Universal

  • επιγλωττίδα — Πτυχή από τένοντα πίσω από τη γλώσσα. Κρέμεται πάνω από την είσοδο στον λάρυγγα και προλαμβάνει την είσοδο σε αυτόν τροφής ή υγρών. επιγλωττίτιδα. Σοβαρή και ενίοτε μοιραία φλεγμονή της ε. (του ιστού που κρέμεται στο πίσω μέρος του λαιμού και… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιγλωττίδα — ἐπιγλωσσίδα , ἐπιγλωσσίς valve which covers the larynx fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγλωττίδας — ἐπιγλωσσίδας , ἐπιγλωσσίς valve which covers the larynx fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγλωττίδι — ἐπιγλωσσίδι , ἐπιγλωσσίς valve which covers the larynx fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγλωττίδος — ἐπιγλωσσίδος , ἐπιγλωσσίς valve which covers the larynx fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”